Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

David Ricardo

Απόσπασμα από το βιβλίου του David Ricardo “The principles of Political Economy and taxation”. Ο Ρικάρντο είναι ένας από τους θεμελιωτές της πολιτικής οικονομίας και είναι πάνω στην θεωρεία του που έχτισε ο Μαρξ την δική του. Το βιβλίο εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1817, αλλά στην 3η έκδοση που εκδόθηκε το 1821 έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις, ιδιέταιρα στο πρώτο κεφάλαιο από το οποίο παίρνω το απόσπασμα. Στα ελληνικά το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση το 2002, σε μετάφραση του Νικηφόρου Σταματάκη. Υπάρχει και μια παλαιότερη μετάφρασή του σε καθαρέυουσα και ορισμένες αποσπασματικές μεταφράσεις.


 ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Το προϊόν της γης - όλα όσα αποκτούμε από την επιφάνειά της με τη συνδυασμένη χρησιμοποίηση εργασίας, μηχανών και κεφαλαίου - διανέμεται σε τρεις τάξεις: συγκεκριμένα, στους ιδιοκτήτες τς γης, στους κατόχους του πλούτου (stock) ή του κεφαλαίου (capital), που είναι αναγκαίο για την καλλιέργειά της, και στους εργάτες, με την εργατικότητα των οποίων καλλιεργείται η γή.
    Ωστόσο, στις διάφορες βαθμίδες κοινωνικής εξέλιξης, τα μερίδια από το συνολικό προϊόν της γης που περιέρχονται σε καθεμιά από τις τάξεις αυτές και τα οποία ονομάζονται πρόσοδος, κέρδος και μισθός, θα είναι πολύ διαφρορετικά, και τούτο επειδή εξαρτώνται κυρίως από την πραγματκή γονιμότητα του εδάφους, από τη συσσώρευση κεφαλαίου και τη συγκέντρωση πληθυσμού, και από την ικανότητα, την ευφυΐα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνατι στη γεωργία.
    Ο καθορισμός των νόμων που διέπουν τη διανομή αυτή είναι το κύριο πρόβλημα της Πολιτικής Οικονομίας. Αν και η επιστήμη έχει προχωρήσει σημαντικά χάρη στις εργασίες των Turgot, Stuart, Smith, Say, Sismondi και άλλων, ωστόσο ελάχιστες ικανοποιητικής πληροφορές έδωσαν αυτοί με το έργο τους σχετικά με τη φυσική εξέλικη της προσόδου, του κέρδους και των μισθών.
    Το 1815, ο κ. Malthus, στο έργο του Inquiry into the Nature and Progress of Rent [Έρευνα περί της φύσεως και της προόδου της προσόδου] και ένας εταίρος του στην Πανεπιστημιακή Σχολή της Οξφόρδης, στην εργασία του Essay on the Application of Capital to Land [Έρευνα περί της χρησιμοποίησης κεφαλαίου στη γη], παρουσίασαν σχεδόν ταυτόχρονα στο κόσμο την αληθινή θεωρία της προσόδου. Χωρίς τη γνώση της θεωρίας αυτής, είναι αδύνατον να κατανοηθεί η επιδραση την οποία η αύξηση του πλούτου ασκεί στα κερδη και στους μισθούς ή να ανιχνευθεί ικανοποιητικά η επιδραση της φορολογίας στις διάφορες κοινωνικές τάξεις, ιδίως όταν τα φορολογούμενα αγαθά είναι προϊόντα που αποσπώνται από την επιφάνεια της γης. Ο Άνταμ Σμιθ και άλλοι ικανοί συγγραφεις τους οποίους υπαινίσσομαι, δεν είδαν ορθά τις αρχές της προσόδου, με αποτέλεσμα να τους διαφύγουν, κατά τη γνώμη μου, σημαντικές αλήθεις τις οποίες μπορούμε να ανακαλύψουμε μόνο αφού θα έχουμε κατανοήσει πλήρως το ζήτημα της προσόδου.
    Για να καλυφθεί αυτό το κενό, απαιτούνται ικανότητες πολύ ανώτερες των όποιων ικανοτήτων διαθέτει ο συγγραφέας των επόμενων σελίδων. Αφού όμως, μελέτησε το θέμα αυτό με τη μέγιστη δυνατή προσοχή - χάρη στη βοήθεια την οποία άντλησε από τα έργα διακεκριμένων συγγραφέων που μνημονεύθηκαν πιο πάνω, αλλά και χάρη στην πολύτημη πείρα την οποία απέκτησε η παρούσα γενιά κατά τη διάρκεια των τελευταίων, αλλά και τόσο μεστών σε γεγονότα, χρόνων - ο συγγραφέας θέλει να ελπίζει ότι δεν θα θεωρηθεί αλαζονική η διατύπωση των απόψεών του για τους νόμου των κερδών και για την επίδραση των φόρων. Αν οι αρχές τις οποίες θεωρεί ορθές αποδειχθεί ότι έτσι είναι πράγματι, θα εναπόκειται σε άλλους, πιο ιακανούς από αυτόν, να διερευνήσουν όλες τις βαρυσήμαντες συνέπειές τους.
    Ο συγγραφέας, αντιμαχόμενος τις καθιερωμένες απόψεις, έκρινε αναγκαίο να αναφέρει εκείνες ιδίως τις περικοπές από το έργο του Άνταμ Σμιθ με τις οποίες έχει λόγους να διαφοροποιηθεί. Ωστόσο, ελπίζει ότι δεν θα θεωηθεί γι’ αυτό πως δεν αναγνωρίζει, μαζί με όλους τους άλλους, τη σημασία της επιστήμης της Πολιτικής οικονομίας και δεν συμμερίζεται το θαυμασμό που δίκαια προκαλεί το βαθυστόχαστο έργο του ονομαστού αυτού συγγραφέα.
    Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για τα έξοχα έργα του κ. Say, ο οποίος όχι μόνο ήταν ο πρώτος ή μεταξύ των πρώτων, από τους συγγραφείς της ηπειρωτικής Ευρώπης που εκτίμησε σωστά τις αρχές του Σμιθ, αλλά και εκείνος ο οποίος συνέβαλε περισσότερο από όλους μαζί τους συγγραφείς της ηπείρου μας στην αποδοχή από τα έθνη της Ευρώπης του φωτισμένου και ευεργετικού αυτού συστήματος. Είναι επίσης, εκείνος που κατόρθωσε να προσδώσει στην επιστήμη αυτή πιο λογικό και διδακτικό χαρακτήρα, και εκείνος, τέλος, που την εμπλούτισε με μερικές πρωτότυπες, ακριβείς και βαθυστόχαστες συχητήσεις. Ο σεβασμός, όμως, τον οποίο ο συγγραφέας οφείλει προς τα έργα του κ. Say, δεν στάθηκε εμπόδιο στην επιθυμία του να σχολιάσει, με την ελευθερία που, κατά τη γνώμη του, απαιτεί το συμφέρον της επιστήμης, τις περικοπές εκείνες της Economie Politique οι οποίες φαίνεται να διαφέρουν από τις δικές του ιδέες.

Κεφάλαιο 1
ΠΕΡΙ ΑΞΙΑΣ
Ι

Η αξία ενός εμπορεύματος, ή η ποσότητα οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος με το οποίο ανταλλάσσεται, εξαρτάται από τη σχετική προσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του και όχι από το αν είναι μεγαλυτερη ή μικρότερη η αμοιβή που δίνεται για την εργασία αυτή.

    Ο Άνταμ Σμιθ έχει παρατηρήσει ότι “Η λέξη Αξία έχει δύο διαφορετικές σημασίες: άλλοτε εκφράζει τη χρησιμότητα ενός συγκεκριμένου αντικειμένου και άλλοτε τη δύναμη που παρέχει η κατοχή του αγαθού αυτου για την αγορά άλλων αγαθών. Η μία μπορεί να ονομαστεί αξία χρήσης, η άλλη ανταλλακτική αξία. Τα πράγματα”, συνεχίζει, “που έχουν μεγαλύτερη αξία χρήσης, συνήθως δεν έχουν παρά μικρή ή καμιά ανταλλακτική αξία, και, αντίθετα, τα πράγματα που έχουν τη μεγαλύτερη ανταλλακτική αξία έχουν συνήθως μικρή ή καμιά αξία χρήσης”, Το νερό και ο αέρας είναι εξαιρετικα χρήσιμα, στην πραγματικότητα, η ίδια η ζωή είναι αδιανόητη χωρίς αυτά. Και όμως, κάτω από κανόνικές συνθήκες, τίποτα δεν μπορούμε να αποκτήσουμε ως αντάλλαγμα για τα αγαθά αυτά. Ο χρυσός, απεναντίας, μολονότι έχει πολύ μικρή αξία χρήσης σε σύγκριση με τον αέρα ή το νερό, θα ανταλλάσσεται με μεγάλη ποσότητα άλλων αγαθών.
    Η χρησιμότητα, επομένως, δεν είναι μέτρο της ανταλλακτικής αξίας, αν και είναι απολύτως ουσιώδης προϋπόθεσή της. Αν ένα εμπόρευμα δεν ήταν καθόλου χρήσιμο - με άλλα λόγια, αν δεν μπορούσε, κατα κάποιο τρόπο, να συνεισφέρει στην ικανοποίησή μας - τότε θα στερούνταν αξίας, όσο σπάνιο και αν ήταν ή όση ποσότητα εργασίας και αν απαιτούνταν για την απόκτησή του.
    Όταν τα εμπορεύματα είναι χρήσιμα, η ανταλλακτική τους αξία προέρχεται από δύο πηγές: από τη σπανιότητά τους και από την ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την απόκτησή τους.
    Η αξία ορισμένων εμπορευμάτων καθορίζεται μόνο από τη σπανιότητά τους. Καμιά εργασία δεν μπορεί να αυξήσει την ποσότητα των εμπορευμάτων αυτών και, επομένως, η αξία τους δεν μπορεί να μειωθεί με μια αύξηση της προσφοράς τους. Μερικα σπάνια αγάλματα και πίνακες, σπάνια βιβλία και νομίσματα, κρασί εξαιρετικής ποιότητας από σταφύλια που ευδοκιμούν σε συγκεκριμένα εδάφη περιορισμένης έκτασης, είναι αγαθά που ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Η αξία τους είναι απολύτως ανεξάρτητη από την ποσότητα εργασίας που απαιτήθηκε αρχικά για την παραγωγή τους και μεταβάλλεται σύμφωνα με τις μεταβολές του πλούτου και των προτιμήσεων εκείνων οι οποίοι επιθυμούν να κατέχουν τα αγαθά αυτά.
    Τα εμπορεύματα, όμως, αυτά αποτελούν ένα πολύ μικρό κλάσμα των εμπορευμάτων που ανταλλάσσονται καθημερινά στην αγορά. Το μέγιστο μέρος των αγαθών αυτών, που είναι επιθυμητά, αποκτάται με την εργασία, και μπορούν να πολλαπλασιάζονται, όχι μόνο σε μια χώρα, αλλά σε πολλές, σχεδόν χωρίς κανέναν περιορισμό, αρκεί να είμαστε πρόθυμοι να διαθέσουμε την εργασία που απαιτείται για την απόκτησή τους.
    Όταν, λοιπόν, μιλούμε για εμπορεύματα, για την ανταλλακτική τους αξία και για τους νόμους που διέπουν τις σχετικές τιμές τους, εννοούμε μόνο εκείνα τα εμπορεύματα που η ποσότητά τους μπορεί να αυξηθεί με την ανθρώπινη εργασία και στην παραγωγή των οποίων επενεργεί απεριόριστα ο ανταγωνισμός.
    Στις πρώιμες βαθμίδες της κοινωνικής εξέλιξης, η ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων αυτών ή ο κανόνας που καθορίζει πόση ποσότητα ενός εμπορεύματος θα δοθεί ως αντάλλαγμα για την απόκτηση ενός άλλου, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη σχετική ποσότητα της εργασίας που αναλώθηκε για την παραγωγή καθενός από αυτά.
    “Η πραγματική τιμή κάθε πράγματος”, λέγει ο Άνταμ Σμιθ, “αυτό που πραγματικά κοστίζει σε κάποιον ο οποίος θέλει να το προμηθευτεί, είναι ο κόπος και ο μόχθος της απόκτησής του. Αυτό που πραγματικά αξίζει κάθε πράγμα στον άνθρωπο που το απέκτησε και θέλει να το εκποιήσει ή να το ανταλλάξει με κάποιο άλλο, είναι ο κόπος και ο μόχθος από τους οποίους μπορεί να απαλλάξει τον εαυτό του και τους οποίους μπορεί να επιβάλει πανω σε άλλους ανθρώπους”. Η εργασία ήταν η πρώτη τιμή -  το αρχικό αντίτιμο αγοράς με το οποίο πληρώνονταν όλα τα πράγματα”. Και πιο κάτω: “Σε αυτη την πρωτόγονη κατάσταση της κοινωνίας, που προηγήθηκε της συσσώρευση πλούτου (stock) και της ιδιοποίησης της γης, η μόνη συνθήκη που μπορεί να μας δώσει κάποιο κανόνα για την ανταλλαγή ενός αγαθού με ένα άλλο φαίνεται να είναι η αναλογία ανάμεσα στις ποσότητες της εργασίας που είναι αναγκαία για την απόκτησή τους. Αν, παραδείγματος χάριν, σε ένα κυνηγετικό λαό, ένας κυνηγός χρειάζεται συνήθως διπλάσια εργασία για να σκοτώσει ένα κάστορα από όση χρειάζεται για να σκοτώσει ένα ελάφι, τότε είναι φυσικό ένας κάστορας να ανταλλάσσεται με, ή να αξίζει όσο, δύο ελάφια. Είναι φυσικό, λοιπόν, το αγαθό που είναι συνήθως προϊόν δύο ημερών ή δύο ωρών εργασίας να έχει διπλάσια αξια από ένα αγαθό που είναι συνήθως προϊόν μιας ημέρας ή μιας ώρας εργασίας”.
    Ότι αυτή είναι πραγματικά η βάση της ανταλλακτικής αξίας όλων των πραγμάτων, εκτός από εκείνα που η ποσότητά τους δεν μπορεί να αυξηθεί με την ανθρώπινη εργασία, αποτελεί δόγμα υψίστης σπουδαιότητας για την πολιτική οικονομία, επειδή από καμιά πηγή δεν προήλθαν τόσες πλάνες και τόσες διχογνωμίες στην επιστήμη αυτή όσες από τις ασαφείς ιδέες που αποδίδονται στη λέξη αξία.
    Αν η ποσότητα της εργασίας που ενσωματώνεται στα εμπορεύματα καθορίζει την ανταλλακτική τους αξία, τότε κάθε αύξηση στην ποσότητα της εργασίας πρέπει να μεγαλώνει την αξία του εμπορεύματος στο οποίο έχει ενσωματωθεί, όπως κάθε μείωση πρέπει να τη μικραίνει.
    Ο Άνταμ Σμιθ, που με τόση ακρίβεια προσδιόρισε την πρωταρχική πηγή της ανταλλακτικής αξίας και ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να υποστηρίζει ότι τα πράγματα έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη αξία ανάλογα με το αν διατέθηκε για την παραγωγή τους περισσότερη ή λιγότερη εργασία, έχει ο ίδιος κατασκευάσει ένα άλλο πρότυπο μέτρο της αξίας, λέγοντας ότι τα πράγματα έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη αξία ανάλογα με το αν αναταλλάσσονται με περισσότερη ή λιγότερη ποσότητα αυτού του πρότυπου μέτρου. Μερικές φορές ως πρότυπο μέτρο αναφέρει το σίτο, και άλλες, την εργασία. Όχι την ποσότητα εργασίας που διατέθηκε για την παραγωγή οποιουδήποτε πράγματος, αλλά την ποσότητα εργασιας την οποία μπορεί πράμα αυτό να εξουσιάζει στην αγορά, ωσάν να ήταν δύο ισοδύναμες εκφράσεις και ότι, για το λόγο αυτό, επειδή η εργασια ενος ανθρώπου έγινε δύο φορές πιο αποδοτική και, επομένως, ο άνθρωπος αυτός μπορεί να παράγει διπλάσια ποσότητα ενός εμπορεύματος, θα είναι κατ’ ανάγκη σε θέση να αναταλλάσει το εμπόρευμα αυτό με διπλάσια από πριν ποσότητα άλλων εμπορευμάτων.
    Αν αυτό συνέβαινε πράγματι, δηλαδή αν η αμοιβή του εργάτη ήταν πάντοτε ανάλογη με ό,τι παρήγαγε, τότε η ποσότητα εργασίας που διατέθηκε για την παραγωγή ενός εμπορεύματος και η ποσότητα εργασίας που μπορεί να αγοραστεί με αυτό θα ήταν ίσες, και οποιοδήποτε από τα εμπορεύματα αυτά θα μετρούσε με ακρίβεια τις μεταβολές των άλλων πραγμάτων. Δεν είναι, όμως, ίσες. Η πρώτη ποσότητα εργασίας είναι, σε πολλές περιπτώσεις, ένα αμετάβλητο μέτρο, που δείχνει ορθώς τις μεταβολές άλλων πραγμάτων. Η δεύτερη υπόκειται σε τόσο πολλές μεταβολές όσα και τα εμπορεύματα με τα οποία συγκρίνεται. Ο Άνταμ Σμιθ, αφού απέδειξε τόσο πειστικά πόσο ανεπαρκές είναι ένα μεταβλητό μέσο, όπως ο χρυσός και ο άργυρος, για τον καθορισμό της μεταβαλλόμενης αξίας άλλων πραγμάτων, ο ίδιος επέλεξε κατόπιν ένα μέσο όχι λιγότερο μεταβλητό - δηλαδή το σίτο ή την εργασία.
    Ο χρυσός και ο άργυρος υπόκεινται αναμφίβολα σε διακυμάνσεις, καθώς ανακαλύπτονται νέα και πλουσιότερα μεταλλεία. Οι ανακαλύψεις αυτές, όμως, είναι σπάνιες και οι επιπτώσεις τους, μολονότι είναι πράγματι ισχυρές, περιορίζονται σε περιόδους σχετικά μικρής διάρκειας. Παράλληλα, υπόκεινται σε διακυμάνσεις που εκπηγάζουν από τις βελτιώσεις στην ικανότητα και στα μηχανήματα με τα οποία γίνεται η εκμετάλλευση των μεταλλείων, δεδομένου ότι με τις βελτιώσεις αυτές γίνεται δυνατή η εξόρυξη μεγαλύτερης ποσότητας μετάλλου με την ίδια εργασια. Υπόκεινται ακόμα σε διακυμάνσεις εξαιτίας του φθίνοντος προϊόντος των μεταλλείων, που επί αιώνες προμήθευαν τον κόσμο. Από ποια, όμως, από αυτές τις πηγές διακύμανσης εξαιρείται ο σίτος; Μήπως δεν μεταβάλλεται η αξία του σίτου, αφενός, εξαιτίας βελτιώσεων στη γεωργία, που εκπηγάζουν από την τελειοποίηση των γεωργικών μηχανών και εργαλείων, αλλά και χάρη στην ανακάλυψη νέων εκτάσεων εύγφορων εδαφών, που μπορούν να καλλιεργηθούν σε άλλες χώρες και οι οποίες θα επηρεάσουν την αξία του σίτου σε κάθε αγορά όπου η εισαγωγή του είναι ελεύθερη; Μήπως, αφετέρου, δεν υπόκειται η αξία του σίτου σε αύξηση κάτω απο την επίδραση παραγόντων όπως οι απαγορεύσεις των εισαγωγών, η αύξηση του πληθυσμού και του πλούτου και η προοδευτικά μεγαλύτερη δυσκολία με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση της προσφοράς, εξαιτίας της πρόσθετης ποσότητας εργασίας που απαιτεί η καλλιέργεια λιγότερο εύφορων εδαφών; Μήπως η αξία της εργασίας δεν ειναι εξίσου μεταβλητή, καθώς επηρεάζεται όχι μόνο, όπως όλα τα άλλα πράγματα, από τη σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, που μεταβάλλεται ομοιόμορφα με κάθε αλλαγή της κοινωνικής κατάστασης, αλλά και από τη μεταβαλλόμενη τιμή των τροφίμων και των άλλων αναγκαίων μέσων συντήρησης για τα οποία δαπανάται ο μισθός εργασίας;
    Στην ίδια χώρα είναι δυνατόν να απαιτείται για την παραγωγή μιας συγκεκριμένης ποσότητας τροφίμων και μεσων συντήρησης διπλάσια ποσότητα εργασίας, σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, από ό,τι θα χρειαζόταν σε μια άλλη, απώτερη χροντική περίοδο. Και όμως, η αμοιβή του εργάτη μπορεί να μην έχει μειωθεί παρά ελάχιστα. Αν ο μισθός του εργάτη στην προηγούμενη περίοδο ήταν μια ορισμένη ποσότητα τροφίμων και αναγκαίων μέσων συντήρησης, πιθανότατα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει αν η ποσότητα αυτή μειωνόταν. Στην περίπτωση αυτή, η αξία των τροφίμων και των αναγκαίων μέσων συντήρησης, θα αυξανόταν κατά 100 τοις εκατό, αν καθοριζόταν από την ποσότητα της εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή τους, αντίθετα, αν η εκτίμηση της αξίας του γινόταν σύμφωνα με την ποσότητα εργασίας με την οποία ανταλλάσσονται, τότε αυτή δεν θα υψωνόταν παρά ελάχιστα.
    Η ίδια παρατήρηση μπορεί να γίνει και για δύο ή περισσότερες χώρες. Στην Αμερική και στην Πολωνία, στα εδάφη που μπαίνουν τελευταία σε καλλιέργεια, η ετήσια εργασία ενός δεδομένου αριθμού ανθρώπων παράγει περισσότερο σίτο από ό,τι σε αναλογα εδάφη στην Αγγλία. Αν υποθέσουμε, τώρα, ότι ολα τα άλλα αναγκαία μέσα συντήρησης είναι το ίδιο φτηνά και στις τρεις αυτές χώρες, δεν θα ήταν σοφαρό σφάλμα να συμπεράνουμε ότι η ποσότητα σίτου που παραχωρείται στον εργάτη ως ανταμοιβή θα ηταν ανάλογη με την ευχέρεια κάθε χώρας στην παραγωγή σίτου;
    Αν τα παπούτσια και τα ρούχα του εργάτη ήταν δυνατόν, χάρη στην τελειοποίηση των μηχανών, να παράγονται με το ένα τέταρτο της ως τα τώρα αναγκαίας εργασίας για την παραγωγή τους, τότε η τιμή τους θα έπεφτε, πιθανότατα, κατά 75 τοις εκατό, πόσο πολύ, όμως, θα απείχε από την αλήθεια ο ισχυρισμός ότι ο εργάτης θα αποκτούσε τότε τη δυνατότητα να καταναλώνει διαρκώς τέσσερα σακάκια και ένα ζευγάρι παπούτσια! Και ο λόγος είναι ότι, πιθανότατα, ο μισθός του εργάτη, κάτω από την επίδραση του ανταγωνισμού και της παρότρυνσης για αύξηση του πληθυσμού, δεν θα αργήσει να προσαρμοστεί στη νέα αξία των αναγκαίων μέσων συντήρησης για τα οποία δαπανάται. Αν οι βελτιώσεις αυτές επεκτείνονταν σε όλα τα πράγματα που καταναλώνει ο εργάτης, θα τον βρίσκαμε ίσως ύστερα από λίγα χρόνια να έχει αυξήσει πολύ λίγο τις απολαύσεις του, αν τις έχει αυξήσει καθόλου, μολονότι η ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων αυτών, σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα στην παραγωγή του οποίου δεν σημειώθηκε ανάλογη βελτίωση, μειώθηκε σημαντικά, και παρά το γεγονός ότι τα εμπορεύματα αυτά είναι προϊόν σημαντικά μικρότερης ποσότητας εργασίας.
    Δεν είναι, επομένως, ορθό αυτό που λέγει ο Άνταμ Σμιθ, δηλαδή “ότι, καθώς η εργασία μπορεί να αγοράζει άλλοτε περισσότερη και άλλοτε λιγότερη ποσότητα αγαθών, εκείνο που μεταβάλλεται είναι η αξία τους και όχι η αξία της εργασίας που τα αγοράζει” και επομένως, “ότι μόνο η εργασία, επειδή ποτέ δεν μεταβάλλεται η αξία της, μόνο αυτή είναι το τελικό και πραγματικό μέτρο με το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί και να συγκριθεί η αξία όλων των εμπορευμάτων σε ολες τις εποχές και σε όλους τους τόπους”. Είναι, όμως, ορθό εκείνο που έλεγε ο Άνταμ Σμιθ προηγουμένως, “ότι η μόνη συνθήκη που μπορεί να μας δόσει κάποιο κανόνα για την ανταλλαγή ενός αγαθού με ένα άλλο φαίνεται να είναι η αναλογία ανάμεσα στις ποσότητες της εργασίας που είναι αναγκαία για την απόκτησή τους”, ή, με άλλα λόγια, η σχετική ποσότητα των εμπορευμάτων που παράγει η εργασία είναι εκείνη που καθορίζει την τωρινή ή την προηγούμενη αξία τους και όχι οι σχετικές ποσότητες των εμπορευμάτων που δίνονται ως αντάλλαγμα για την εργασία τους.
    Η σχετική αξία δύο εμπορευμάτων μεταβάλλεται, και θα θέλαμε να ξέρουμε σε ποιο από αυτά έχει σημειωθεί πραγματικά η αλλαγή. Αν συγκρίνουμε την παρούσα αξία του ενός από τα δύο, με παπούτσια, κάλτσες, καπέλα, σίδηρο, ζάχαρη και άλλα εμπορεύματα, θα διαπιστώσουμε ότι θα ανταλλάσσεται με την ίδια ακριβώς ποσότητα όλων αυτών των πραγμάτων, όπως και προηγουμένως. Αν συγκρίνουμε το άλλο με τα ίδια εμπορεύματα, θα διαπιστώσουμε ότι μεταβλήθηκε σε σχέση με τα άλλα εμπορεύματα: τότε θα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μεταβολή σημειώθηκε στο εμπόρευμα αυτό και όχι στα εμπορεύματα με τα οποία το συγκρίναμε. Αν, διερευνόντας πιο συγκεκριμένα όλες τις συνθήκες που συνδέονται με την παραγωγή όλων αυτών των ποικίλων εμπορευμάτων, διαπιστώσουμε ότι οι ίδιες ακριβώς ποσότητες εργασίας και κεφαλαίου είναι αναγκαίες για την παραγωγή παπουτσιών, καλτσών, καπέλων, σιδήρου, ζάχαρης κ.λ.π., αλλά και ότι δεν είναι αναγκαία η ίδια ποσότητα, όπως προηγουμένως, για την παραγωγή του μοναδικού εμπορεύματος του οποίου μεταβληθηκε η σχετική αξία, τότε η πιθανότητα μετατρέπεται σε βεβαιότητα και μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η μεταβολή σημειώθηκε στο μοναδικό αυτό εμπόρευμα. Και τότε ανακαλύπτουμε, επίσης, την αιτία της μεταβολής του.
    Αν διαπιστώσω ότι μια ουγγιά χρυσού ανταλλάσσεται με λιγότερη ποσότητα από όλα τα εμπορεύματα που αναφέραμε πιο πάνω και πολλά άλλα, και αν, επιπλέον, διαπιστώσω ότι χάρη στην ανακάλυψη ενός νέου και περισσότερο αποδοτικού μεταλλείου, ή χάρη στη χρησιμοποίηση τελειότερων μηχανών, είναι δυνατόν να αποσπάται μια δεδομένη ποσότητα χρυσού με λιγότερη ποσότητα εργασίας, θα μπορώ δικαιολογημένα να ισχυριστώ ότι η αιτία της μεταβολής της αξίας του χρυσού σε σχέση με τα άλλα εμπορεύματα ήταν η μεγαλύτερη ευκολία με την οποία παράγεται τώρα ο χρυσός ή η μικρότερη ποσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Κατ’ ανάλογο τρόπο, αν η αξία της εργασίας έπεφτε σημαντικά σε σχέση με άλλα πράγματα, και αν διαπίστωνα ότι η πτώση της ήταν το αποτέλεσμα μιας άφθονης προσφοράς, που ενθαρρυνόταν από τη μεγάλη ευκολία με την οποία παράγονταν ο σίτος και τα άλλα αναγκαία μέσα συντήρησης του εργάτη, τότε πιστεύω ότι θα μπορούσα δικαιολογημένα να υποστηρίξω ότι η αξία του σίτου και των άλλων αναγκαίων μέσων συντήρησης του εργάτη έπεσε, επειδή τώρα χρειάζεται λιγότερη ποσότητα εργασίας για την παραγωγή τους, και ότι την ευκολία αυτή της προμήθειας των αναγκαίων μέσων συντήρησης του εργάτη ακολούθησε η πτώση της αξίας της εργασίας. Όχι, μας λένε ο άνταμ Σμιθ και ο Ρόμπερ Μάλθους. Στην περίπτωση του χρυσού θα μπορούσε κανείς δικαιολογημένα να θεωρήσει τη μεταβολή του ως μείωση της αξίας του, επειδή ο σίτος και η εργασία δεν θα είχαν τότε μεταβληθεί, και αφού ο χρυσός θα εξουσίαζε από τα εμπορεύματα αυτά, καθώς και από όλα τα άλλα, λιγότερη ποσότητα από πριν, θα ήταν ορθό να πει κανείς ότι όλα τα πράγματα παρέμειναν σταθερά και ότι μόνο ο χρυσός μεταβλήθηκε. Όταν, όμως, μειώνεται η αξία του σίτου και της εργασίας, παρ’ όλες τις διακυμάνσεις στις οποίες δεχόμαστε ότι υπόκεινται, δεν θα ήταν σωστό να διατυπώναμε έναν τέτοιο ισχυρισμό. Η σωστή διατύπωση θα ήταν να λέγαμε ότι η αξία του σίτου και της εργασίας έμεινε αμεταβλητη, ενώ αυξήθηκε η αξία όλων των άλλων πραγμάτων.
    Η ένστασή μου αφορά το συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης. Διαπιστώνω ότι, όπως ακριβώς στην περίπτωση του χρυσού, η αιτία μεταβολης της αξίας του σίτου σε σχέση με τα άλλα πράγματα είναι η μικρότερη ποσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Επομένως, είμαι υποχρεωμένος, για βάσιμους λόγους, να θεωρήσω ότι η μεταβολή της αξίας του σίτου και της εργασίας είναι μείωση της αξίας τους και όχι αύξηση της αξίας των άλλων πραγμάτων με τα οποία συγκρίνονται. Αν πρέπει να μισθώσω έναν εργάτη για μια βδομάδα και αν τον πληρώνω 8 αντί για 10 σελίνια, χωρίς να έχει σημειωθεί καμιά μεταβολή στην αξία του χρήματος, τότε είναι πιθανόν να μπορεί ο εργάτης να αγοράζει με τα 8 σελίνια του περισσότερα μέσα διατροφής και άλλα αναγκαία μέσα συντήρησης από ό,τι προηγουμένως. Αυτό, όμως, δεν πηγάζει, όπως ισχυρίζεται ο Άνταμ Σμιθ και, πιο πρόσφατα, ο Ρόμπερτ Μάλθους, από την άνοδο της πραγματικής αξίας του μισθού, αλλά από μια κάμψη της αξίας των άλλων πραγμάτων στα οποία δαπανάται ο μισθός - δηλαδή, πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Και όμως κατηγορήθηκα ότι χρησιμοποιώ ένα νέο και ασυνήθιστο τρόπο έκφρασης, που δεν συμβιβάζεται με τις αληθινές αρχές της επιστήμης, επειδή ονόμασα το φαινόμενο αυτό μείωση της πραγματικής αξίας του μισθού. Για μένα, βέβαια, ασυνήθιστος και πραγματικά ασυνεπής τρόπος έκφρασης είναι ο τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιούν οι αντιπάλοι μου.
    Ας υποθέσουμε ότι ένας εργάτης αμείβεται με ένα μπούσελ σίτου για εργασία μίας εβδομάδας, όταν η τιμή του σίτου είναι 80 σελίνια το τέταρτο του μπούσελ, και ο εργάτης αυτός αμείβεται με ένα μπούσελ και ένα τέταρτο όταν η τιμή του σίτου πέσει στα 40 σελίνια. Υποθέτουμε, ακόμη, ότι ο εργάτης καταναλώνει μισό μπούσελ σίτου την εβδομάδα με την οικογένειά του και αναταλλάσσει το υπόλοιπο με άλλα πράγματα,όπως καύσιμα, σαπούνι, κεριά, τσάι, ζάχαρη, αλάτι κλπ. Αν τα τρία τέταρτα του μπούσελ σίτου που του απομένουν, στη μια περίπτωση, δεν του επιτρέπουν να προμηθευτεί όση ποσότητα από τα πιο πάνω εμπορεύματα προμηθευόταν με το μισό μπούσελ σίτου στην άλλη περίπτωση, που δεν ισχύει τώρα, η αξία της εργασίας θα έχει αυξηθεί ή θα έχει μειωθεί; Υψώθηκε, πρέπει να αναφωνήσει ο Άνταμ Σμιθ, επειδή, κατ’ αυτόν, μέτρο της αξίας είναι ο σίτος, και ο εργάτης αμείβεται με περισσότερη ποσότητα σίτου για εργασία μίας εβδομάδας. Μειώθηκε, θα πρέπει να πει ξανά ο Άνταμ Σμιθ, “επειδή η αξία κάθε πράγματος εξαρτάται από την ικανότητα αγοράς άλλων αγαθών την οποια παρέχει η κατοχή του αντικειμένου αυτού” και η εργασία έχει τώρα μικρότερη αγοραστική δύναμη ως προς τα αγαθά που μνημονεύσαμε πιο πάνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου