Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

David Ricardo

Απόσπασμα από το βιβλίου του David Ricardo “The principles of Political Economy and taxation”. Ο Ρικάρντο είναι ένας από τους θεμελιωτές της πολιτικής οικονομίας και είναι πάνω στην θεωρεία του που έχτισε ο Μαρξ την δική του. Το βιβλίο εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1817, αλλά στην 3η έκδοση που εκδόθηκε το 1821 έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις, ιδιέταιρα στο πρώτο κεφάλαιο από το οποίο παίρνω το απόσπασμα. Στα ελληνικά το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση το 2002, σε μετάφραση του Νικηφόρου Σταματάκη. Υπάρχει και μια παλαιότερη μετάφρασή του σε καθαρέυουσα και ορισμένες αποσπασματικές μεταφράσεις.


 ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Το προϊόν της γης - όλα όσα αποκτούμε από την επιφάνειά της με τη συνδυασμένη χρησιμοποίηση εργασίας, μηχανών και κεφαλαίου - διανέμεται σε τρεις τάξεις: συγκεκριμένα, στους ιδιοκτήτες τς γης, στους κατόχους του πλούτου (stock) ή του κεφαλαίου (capital), που είναι αναγκαίο για την καλλιέργειά της, και στους εργάτες, με την εργατικότητα των οποίων καλλιεργείται η γή.
    Ωστόσο, στις διάφορες βαθμίδες κοινωνικής εξέλιξης, τα μερίδια από το συνολικό προϊόν της γης που περιέρχονται σε καθεμιά από τις τάξεις αυτές και τα οποία ονομάζονται πρόσοδος, κέρδος και μισθός, θα είναι πολύ διαφρορετικά, και τούτο επειδή εξαρτώνται κυρίως από την πραγματκή γονιμότητα του εδάφους, από τη συσσώρευση κεφαλαίου και τη συγκέντρωση πληθυσμού, και από την ικανότητα, την ευφυΐα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνατι στη γεωργία.
    Ο καθορισμός των νόμων που διέπουν τη διανομή αυτή είναι το κύριο πρόβλημα της Πολιτικής Οικονομίας. Αν και η επιστήμη έχει προχωρήσει σημαντικά χάρη στις εργασίες των Turgot, Stuart, Smith, Say, Sismondi και άλλων, ωστόσο ελάχιστες ικανοποιητικής πληροφορές έδωσαν αυτοί με το έργο τους σχετικά με τη φυσική εξέλικη της προσόδου, του κέρδους και των μισθών.
    Το 1815, ο κ. Malthus, στο έργο του Inquiry into the Nature and Progress of Rent [Έρευνα περί της φύσεως και της προόδου της προσόδου] και ένας εταίρος του στην Πανεπιστημιακή Σχολή της Οξφόρδης, στην εργασία του Essay on the Application of Capital to Land [Έρευνα περί της χρησιμοποίησης κεφαλαίου στη γη], παρουσίασαν σχεδόν ταυτόχρονα στο κόσμο την αληθινή θεωρία της προσόδου. Χωρίς τη γνώση της θεωρίας αυτής, είναι αδύνατον να κατανοηθεί η επιδραση την οποία η αύξηση του πλούτου ασκεί στα κερδη και στους μισθούς ή να ανιχνευθεί ικανοποιητικά η επιδραση της φορολογίας στις διάφορες κοινωνικές τάξεις, ιδίως όταν τα φορολογούμενα αγαθά είναι προϊόντα που αποσπώνται από την επιφάνεια της γης. Ο Άνταμ Σμιθ και άλλοι ικανοί συγγραφεις τους οποίους υπαινίσσομαι, δεν είδαν ορθά τις αρχές της προσόδου, με αποτέλεσμα να τους διαφύγουν, κατά τη γνώμη μου, σημαντικές αλήθεις τις οποίες μπορούμε να ανακαλύψουμε μόνο αφού θα έχουμε κατανοήσει πλήρως το ζήτημα της προσόδου.
    Για να καλυφθεί αυτό το κενό, απαιτούνται ικανότητες πολύ ανώτερες των όποιων ικανοτήτων διαθέτει ο συγγραφέας των επόμενων σελίδων. Αφού όμως, μελέτησε το θέμα αυτό με τη μέγιστη δυνατή προσοχή - χάρη στη βοήθεια την οποία άντλησε από τα έργα διακεκριμένων συγγραφέων που μνημονεύθηκαν πιο πάνω, αλλά και χάρη στην πολύτημη πείρα την οποία απέκτησε η παρούσα γενιά κατά τη διάρκεια των τελευταίων, αλλά και τόσο μεστών σε γεγονότα, χρόνων - ο συγγραφέας θέλει να ελπίζει ότι δεν θα θεωρηθεί αλαζονική η διατύπωση των απόψεών του για τους νόμου των κερδών και για την επίδραση των φόρων. Αν οι αρχές τις οποίες θεωρεί ορθές αποδειχθεί ότι έτσι είναι πράγματι, θα εναπόκειται σε άλλους, πιο ιακανούς από αυτόν, να διερευνήσουν όλες τις βαρυσήμαντες συνέπειές τους.
    Ο συγγραφέας, αντιμαχόμενος τις καθιερωμένες απόψεις, έκρινε αναγκαίο να αναφέρει εκείνες ιδίως τις περικοπές από το έργο του Άνταμ Σμιθ με τις οποίες έχει λόγους να διαφοροποιηθεί. Ωστόσο, ελπίζει ότι δεν θα θεωηθεί γι’ αυτό πως δεν αναγνωρίζει, μαζί με όλους τους άλλους, τη σημασία της επιστήμης της Πολιτικής οικονομίας και δεν συμμερίζεται το θαυμασμό που δίκαια προκαλεί το βαθυστόχαστο έργο του ονομαστού αυτού συγγραφέα.
    Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για τα έξοχα έργα του κ. Say, ο οποίος όχι μόνο ήταν ο πρώτος ή μεταξύ των πρώτων, από τους συγγραφείς της ηπειρωτικής Ευρώπης που εκτίμησε σωστά τις αρχές του Σμιθ, αλλά και εκείνος ο οποίος συνέβαλε περισσότερο από όλους μαζί τους συγγραφείς της ηπείρου μας στην αποδοχή από τα έθνη της Ευρώπης του φωτισμένου και ευεργετικού αυτού συστήματος. Είναι επίσης, εκείνος που κατόρθωσε να προσδώσει στην επιστήμη αυτή πιο λογικό και διδακτικό χαρακτήρα, και εκείνος, τέλος, που την εμπλούτισε με μερικές πρωτότυπες, ακριβείς και βαθυστόχαστες συχητήσεις. Ο σεβασμός, όμως, τον οποίο ο συγγραφέας οφείλει προς τα έργα του κ. Say, δεν στάθηκε εμπόδιο στην επιθυμία του να σχολιάσει, με την ελευθερία που, κατά τη γνώμη του, απαιτεί το συμφέρον της επιστήμης, τις περικοπές εκείνες της Economie Politique οι οποίες φαίνεται να διαφέρουν από τις δικές του ιδέες.

Κεφάλαιο 1
ΠΕΡΙ ΑΞΙΑΣ
Ι

Η αξία ενός εμπορεύματος, ή η ποσότητα οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος με το οποίο ανταλλάσσεται, εξαρτάται από τη σχετική προσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του και όχι από το αν είναι μεγαλυτερη ή μικρότερη η αμοιβή που δίνεται για την εργασία αυτή.

    Ο Άνταμ Σμιθ έχει παρατηρήσει ότι “Η λέξη Αξία έχει δύο διαφορετικές σημασίες: άλλοτε εκφράζει τη χρησιμότητα ενός συγκεκριμένου αντικειμένου και άλλοτε τη δύναμη που παρέχει η κατοχή του αγαθού αυτου για την αγορά άλλων αγαθών. Η μία μπορεί να ονομαστεί αξία χρήσης, η άλλη ανταλλακτική αξία. Τα πράγματα”, συνεχίζει, “που έχουν μεγαλύτερη αξία χρήσης, συνήθως δεν έχουν παρά μικρή ή καμιά ανταλλακτική αξία, και, αντίθετα, τα πράγματα που έχουν τη μεγαλύτερη ανταλλακτική αξία έχουν συνήθως μικρή ή καμιά αξία χρήσης”, Το νερό και ο αέρας είναι εξαιρετικα χρήσιμα, στην πραγματικότητα, η ίδια η ζωή είναι αδιανόητη χωρίς αυτά. Και όμως, κάτω από κανόνικές συνθήκες, τίποτα δεν μπορούμε να αποκτήσουμε ως αντάλλαγμα για τα αγαθά αυτά. Ο χρυσός, απεναντίας, μολονότι έχει πολύ μικρή αξία χρήσης σε σύγκριση με τον αέρα ή το νερό, θα ανταλλάσσεται με μεγάλη ποσότητα άλλων αγαθών.
    Η χρησιμότητα, επομένως, δεν είναι μέτρο της ανταλλακτικής αξίας, αν και είναι απολύτως ουσιώδης προϋπόθεσή της. Αν ένα εμπόρευμα δεν ήταν καθόλου χρήσιμο - με άλλα λόγια, αν δεν μπορούσε, κατα κάποιο τρόπο, να συνεισφέρει στην ικανοποίησή μας - τότε θα στερούνταν αξίας, όσο σπάνιο και αν ήταν ή όση ποσότητα εργασίας και αν απαιτούνταν για την απόκτησή του.
    Όταν τα εμπορεύματα είναι χρήσιμα, η ανταλλακτική τους αξία προέρχεται από δύο πηγές: από τη σπανιότητά τους και από την ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την απόκτησή τους.
    Η αξία ορισμένων εμπορευμάτων καθορίζεται μόνο από τη σπανιότητά τους. Καμιά εργασία δεν μπορεί να αυξήσει την ποσότητα των εμπορευμάτων αυτών και, επομένως, η αξία τους δεν μπορεί να μειωθεί με μια αύξηση της προσφοράς τους. Μερικα σπάνια αγάλματα και πίνακες, σπάνια βιβλία και νομίσματα, κρασί εξαιρετικής ποιότητας από σταφύλια που ευδοκιμούν σε συγκεκριμένα εδάφη περιορισμένης έκτασης, είναι αγαθά που ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Η αξία τους είναι απολύτως ανεξάρτητη από την ποσότητα εργασίας που απαιτήθηκε αρχικά για την παραγωγή τους και μεταβάλλεται σύμφωνα με τις μεταβολές του πλούτου και των προτιμήσεων εκείνων οι οποίοι επιθυμούν να κατέχουν τα αγαθά αυτά.
    Τα εμπορεύματα, όμως, αυτά αποτελούν ένα πολύ μικρό κλάσμα των εμπορευμάτων που ανταλλάσσονται καθημερινά στην αγορά. Το μέγιστο μέρος των αγαθών αυτών, που είναι επιθυμητά, αποκτάται με την εργασία, και μπορούν να πολλαπλασιάζονται, όχι μόνο σε μια χώρα, αλλά σε πολλές, σχεδόν χωρίς κανέναν περιορισμό, αρκεί να είμαστε πρόθυμοι να διαθέσουμε την εργασία που απαιτείται για την απόκτησή τους.
    Όταν, λοιπόν, μιλούμε για εμπορεύματα, για την ανταλλακτική τους αξία και για τους νόμους που διέπουν τις σχετικές τιμές τους, εννοούμε μόνο εκείνα τα εμπορεύματα που η ποσότητά τους μπορεί να αυξηθεί με την ανθρώπινη εργασία και στην παραγωγή των οποίων επενεργεί απεριόριστα ο ανταγωνισμός.
    Στις πρώιμες βαθμίδες της κοινωνικής εξέλιξης, η ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων αυτών ή ο κανόνας που καθορίζει πόση ποσότητα ενός εμπορεύματος θα δοθεί ως αντάλλαγμα για την απόκτηση ενός άλλου, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη σχετική ποσότητα της εργασίας που αναλώθηκε για την παραγωγή καθενός από αυτά.
    “Η πραγματική τιμή κάθε πράγματος”, λέγει ο Άνταμ Σμιθ, “αυτό που πραγματικά κοστίζει σε κάποιον ο οποίος θέλει να το προμηθευτεί, είναι ο κόπος και ο μόχθος της απόκτησής του. Αυτό που πραγματικά αξίζει κάθε πράγμα στον άνθρωπο που το απέκτησε και θέλει να το εκποιήσει ή να το ανταλλάξει με κάποιο άλλο, είναι ο κόπος και ο μόχθος από τους οποίους μπορεί να απαλλάξει τον εαυτό του και τους οποίους μπορεί να επιβάλει πανω σε άλλους ανθρώπους”. Η εργασία ήταν η πρώτη τιμή -  το αρχικό αντίτιμο αγοράς με το οποίο πληρώνονταν όλα τα πράγματα”. Και πιο κάτω: “Σε αυτη την πρωτόγονη κατάσταση της κοινωνίας, που προηγήθηκε της συσσώρευση πλούτου (stock) και της ιδιοποίησης της γης, η μόνη συνθήκη που μπορεί να μας δώσει κάποιο κανόνα για την ανταλλαγή ενός αγαθού με ένα άλλο φαίνεται να είναι η αναλογία ανάμεσα στις ποσότητες της εργασίας που είναι αναγκαία για την απόκτησή τους. Αν, παραδείγματος χάριν, σε ένα κυνηγετικό λαό, ένας κυνηγός χρειάζεται συνήθως διπλάσια εργασία για να σκοτώσει ένα κάστορα από όση χρειάζεται για να σκοτώσει ένα ελάφι, τότε είναι φυσικό ένας κάστορας να ανταλλάσσεται με, ή να αξίζει όσο, δύο ελάφια. Είναι φυσικό, λοιπόν, το αγαθό που είναι συνήθως προϊόν δύο ημερών ή δύο ωρών εργασίας να έχει διπλάσια αξια από ένα αγαθό που είναι συνήθως προϊόν μιας ημέρας ή μιας ώρας εργασίας”.
    Ότι αυτή είναι πραγματικά η βάση της ανταλλακτικής αξίας όλων των πραγμάτων, εκτός από εκείνα που η ποσότητά τους δεν μπορεί να αυξηθεί με την ανθρώπινη εργασία, αποτελεί δόγμα υψίστης σπουδαιότητας για την πολιτική οικονομία, επειδή από καμιά πηγή δεν προήλθαν τόσες πλάνες και τόσες διχογνωμίες στην επιστήμη αυτή όσες από τις ασαφείς ιδέες που αποδίδονται στη λέξη αξία.
    Αν η ποσότητα της εργασίας που ενσωματώνεται στα εμπορεύματα καθορίζει την ανταλλακτική τους αξία, τότε κάθε αύξηση στην ποσότητα της εργασίας πρέπει να μεγαλώνει την αξία του εμπορεύματος στο οποίο έχει ενσωματωθεί, όπως κάθε μείωση πρέπει να τη μικραίνει.
    Ο Άνταμ Σμιθ, που με τόση ακρίβεια προσδιόρισε την πρωταρχική πηγή της ανταλλακτικής αξίας και ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να υποστηρίζει ότι τα πράγματα έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη αξία ανάλογα με το αν διατέθηκε για την παραγωγή τους περισσότερη ή λιγότερη εργασία, έχει ο ίδιος κατασκευάσει ένα άλλο πρότυπο μέτρο της αξίας, λέγοντας ότι τα πράγματα έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη αξία ανάλογα με το αν αναταλλάσσονται με περισσότερη ή λιγότερη ποσότητα αυτού του πρότυπου μέτρου. Μερικές φορές ως πρότυπο μέτρο αναφέρει το σίτο, και άλλες, την εργασία. Όχι την ποσότητα εργασίας που διατέθηκε για την παραγωγή οποιουδήποτε πράγματος, αλλά την ποσότητα εργασιας την οποία μπορεί πράμα αυτό να εξουσιάζει στην αγορά, ωσάν να ήταν δύο ισοδύναμες εκφράσεις και ότι, για το λόγο αυτό, επειδή η εργασια ενος ανθρώπου έγινε δύο φορές πιο αποδοτική και, επομένως, ο άνθρωπος αυτός μπορεί να παράγει διπλάσια ποσότητα ενός εμπορεύματος, θα είναι κατ’ ανάγκη σε θέση να αναταλλάσει το εμπόρευμα αυτό με διπλάσια από πριν ποσότητα άλλων εμπορευμάτων.
    Αν αυτό συνέβαινε πράγματι, δηλαδή αν η αμοιβή του εργάτη ήταν πάντοτε ανάλογη με ό,τι παρήγαγε, τότε η ποσότητα εργασίας που διατέθηκε για την παραγωγή ενός εμπορεύματος και η ποσότητα εργασίας που μπορεί να αγοραστεί με αυτό θα ήταν ίσες, και οποιοδήποτε από τα εμπορεύματα αυτά θα μετρούσε με ακρίβεια τις μεταβολές των άλλων πραγμάτων. Δεν είναι, όμως, ίσες. Η πρώτη ποσότητα εργασίας είναι, σε πολλές περιπτώσεις, ένα αμετάβλητο μέτρο, που δείχνει ορθώς τις μεταβολές άλλων πραγμάτων. Η δεύτερη υπόκειται σε τόσο πολλές μεταβολές όσα και τα εμπορεύματα με τα οποία συγκρίνεται. Ο Άνταμ Σμιθ, αφού απέδειξε τόσο πειστικά πόσο ανεπαρκές είναι ένα μεταβλητό μέσο, όπως ο χρυσός και ο άργυρος, για τον καθορισμό της μεταβαλλόμενης αξίας άλλων πραγμάτων, ο ίδιος επέλεξε κατόπιν ένα μέσο όχι λιγότερο μεταβλητό - δηλαδή το σίτο ή την εργασία.
    Ο χρυσός και ο άργυρος υπόκεινται αναμφίβολα σε διακυμάνσεις, καθώς ανακαλύπτονται νέα και πλουσιότερα μεταλλεία. Οι ανακαλύψεις αυτές, όμως, είναι σπάνιες και οι επιπτώσεις τους, μολονότι είναι πράγματι ισχυρές, περιορίζονται σε περιόδους σχετικά μικρής διάρκειας. Παράλληλα, υπόκεινται σε διακυμάνσεις που εκπηγάζουν από τις βελτιώσεις στην ικανότητα και στα μηχανήματα με τα οποία γίνεται η εκμετάλλευση των μεταλλείων, δεδομένου ότι με τις βελτιώσεις αυτές γίνεται δυνατή η εξόρυξη μεγαλύτερης ποσότητας μετάλλου με την ίδια εργασια. Υπόκεινται ακόμα σε διακυμάνσεις εξαιτίας του φθίνοντος προϊόντος των μεταλλείων, που επί αιώνες προμήθευαν τον κόσμο. Από ποια, όμως, από αυτές τις πηγές διακύμανσης εξαιρείται ο σίτος; Μήπως δεν μεταβάλλεται η αξία του σίτου, αφενός, εξαιτίας βελτιώσεων στη γεωργία, που εκπηγάζουν από την τελειοποίηση των γεωργικών μηχανών και εργαλείων, αλλά και χάρη στην ανακάλυψη νέων εκτάσεων εύγφορων εδαφών, που μπορούν να καλλιεργηθούν σε άλλες χώρες και οι οποίες θα επηρεάσουν την αξία του σίτου σε κάθε αγορά όπου η εισαγωγή του είναι ελεύθερη; Μήπως, αφετέρου, δεν υπόκειται η αξία του σίτου σε αύξηση κάτω απο την επίδραση παραγόντων όπως οι απαγορεύσεις των εισαγωγών, η αύξηση του πληθυσμού και του πλούτου και η προοδευτικά μεγαλύτερη δυσκολία με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση της προσφοράς, εξαιτίας της πρόσθετης ποσότητας εργασίας που απαιτεί η καλλιέργεια λιγότερο εύφορων εδαφών; Μήπως η αξία της εργασίας δεν ειναι εξίσου μεταβλητή, καθώς επηρεάζεται όχι μόνο, όπως όλα τα άλλα πράγματα, από τη σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, που μεταβάλλεται ομοιόμορφα με κάθε αλλαγή της κοινωνικής κατάστασης, αλλά και από τη μεταβαλλόμενη τιμή των τροφίμων και των άλλων αναγκαίων μέσων συντήρησης για τα οποία δαπανάται ο μισθός εργασίας;
    Στην ίδια χώρα είναι δυνατόν να απαιτείται για την παραγωγή μιας συγκεκριμένης ποσότητας τροφίμων και μεσων συντήρησης διπλάσια ποσότητα εργασίας, σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, από ό,τι θα χρειαζόταν σε μια άλλη, απώτερη χροντική περίοδο. Και όμως, η αμοιβή του εργάτη μπορεί να μην έχει μειωθεί παρά ελάχιστα. Αν ο μισθός του εργάτη στην προηγούμενη περίοδο ήταν μια ορισμένη ποσότητα τροφίμων και αναγκαίων μέσων συντήρησης, πιθανότατα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει αν η ποσότητα αυτή μειωνόταν. Στην περίπτωση αυτή, η αξία των τροφίμων και των αναγκαίων μέσων συντήρησης, θα αυξανόταν κατά 100 τοις εκατό, αν καθοριζόταν από την ποσότητα της εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή τους, αντίθετα, αν η εκτίμηση της αξίας του γινόταν σύμφωνα με την ποσότητα εργασίας με την οποία ανταλλάσσονται, τότε αυτή δεν θα υψωνόταν παρά ελάχιστα.
    Η ίδια παρατήρηση μπορεί να γίνει και για δύο ή περισσότερες χώρες. Στην Αμερική και στην Πολωνία, στα εδάφη που μπαίνουν τελευταία σε καλλιέργεια, η ετήσια εργασία ενός δεδομένου αριθμού ανθρώπων παράγει περισσότερο σίτο από ό,τι σε αναλογα εδάφη στην Αγγλία. Αν υποθέσουμε, τώρα, ότι ολα τα άλλα αναγκαία μέσα συντήρησης είναι το ίδιο φτηνά και στις τρεις αυτές χώρες, δεν θα ήταν σοφαρό σφάλμα να συμπεράνουμε ότι η ποσότητα σίτου που παραχωρείται στον εργάτη ως ανταμοιβή θα ηταν ανάλογη με την ευχέρεια κάθε χώρας στην παραγωγή σίτου;
    Αν τα παπούτσια και τα ρούχα του εργάτη ήταν δυνατόν, χάρη στην τελειοποίηση των μηχανών, να παράγονται με το ένα τέταρτο της ως τα τώρα αναγκαίας εργασίας για την παραγωγή τους, τότε η τιμή τους θα έπεφτε, πιθανότατα, κατά 75 τοις εκατό, πόσο πολύ, όμως, θα απείχε από την αλήθεια ο ισχυρισμός ότι ο εργάτης θα αποκτούσε τότε τη δυνατότητα να καταναλώνει διαρκώς τέσσερα σακάκια και ένα ζευγάρι παπούτσια! Και ο λόγος είναι ότι, πιθανότατα, ο μισθός του εργάτη, κάτω από την επίδραση του ανταγωνισμού και της παρότρυνσης για αύξηση του πληθυσμού, δεν θα αργήσει να προσαρμοστεί στη νέα αξία των αναγκαίων μέσων συντήρησης για τα οποία δαπανάται. Αν οι βελτιώσεις αυτές επεκτείνονταν σε όλα τα πράγματα που καταναλώνει ο εργάτης, θα τον βρίσκαμε ίσως ύστερα από λίγα χρόνια να έχει αυξήσει πολύ λίγο τις απολαύσεις του, αν τις έχει αυξήσει καθόλου, μολονότι η ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων αυτών, σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα στην παραγωγή του οποίου δεν σημειώθηκε ανάλογη βελτίωση, μειώθηκε σημαντικά, και παρά το γεγονός ότι τα εμπορεύματα αυτά είναι προϊόν σημαντικά μικρότερης ποσότητας εργασίας.
    Δεν είναι, επομένως, ορθό αυτό που λέγει ο Άνταμ Σμιθ, δηλαδή “ότι, καθώς η εργασία μπορεί να αγοράζει άλλοτε περισσότερη και άλλοτε λιγότερη ποσότητα αγαθών, εκείνο που μεταβάλλεται είναι η αξία τους και όχι η αξία της εργασίας που τα αγοράζει” και επομένως, “ότι μόνο η εργασία, επειδή ποτέ δεν μεταβάλλεται η αξία της, μόνο αυτή είναι το τελικό και πραγματικό μέτρο με το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί και να συγκριθεί η αξία όλων των εμπορευμάτων σε ολες τις εποχές και σε όλους τους τόπους”. Είναι, όμως, ορθό εκείνο που έλεγε ο Άνταμ Σμιθ προηγουμένως, “ότι η μόνη συνθήκη που μπορεί να μας δόσει κάποιο κανόνα για την ανταλλαγή ενός αγαθού με ένα άλλο φαίνεται να είναι η αναλογία ανάμεσα στις ποσότητες της εργασίας που είναι αναγκαία για την απόκτησή τους”, ή, με άλλα λόγια, η σχετική ποσότητα των εμπορευμάτων που παράγει η εργασία είναι εκείνη που καθορίζει την τωρινή ή την προηγούμενη αξία τους και όχι οι σχετικές ποσότητες των εμπορευμάτων που δίνονται ως αντάλλαγμα για την εργασία τους.
    Η σχετική αξία δύο εμπορευμάτων μεταβάλλεται, και θα θέλαμε να ξέρουμε σε ποιο από αυτά έχει σημειωθεί πραγματικά η αλλαγή. Αν συγκρίνουμε την παρούσα αξία του ενός από τα δύο, με παπούτσια, κάλτσες, καπέλα, σίδηρο, ζάχαρη και άλλα εμπορεύματα, θα διαπιστώσουμε ότι θα ανταλλάσσεται με την ίδια ακριβώς ποσότητα όλων αυτών των πραγμάτων, όπως και προηγουμένως. Αν συγκρίνουμε το άλλο με τα ίδια εμπορεύματα, θα διαπιστώσουμε ότι μεταβλήθηκε σε σχέση με τα άλλα εμπορεύματα: τότε θα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μεταβολή σημειώθηκε στο εμπόρευμα αυτό και όχι στα εμπορεύματα με τα οποία το συγκρίναμε. Αν, διερευνόντας πιο συγκεκριμένα όλες τις συνθήκες που συνδέονται με την παραγωγή όλων αυτών των ποικίλων εμπορευμάτων, διαπιστώσουμε ότι οι ίδιες ακριβώς ποσότητες εργασίας και κεφαλαίου είναι αναγκαίες για την παραγωγή παπουτσιών, καλτσών, καπέλων, σιδήρου, ζάχαρης κ.λ.π., αλλά και ότι δεν είναι αναγκαία η ίδια ποσότητα, όπως προηγουμένως, για την παραγωγή του μοναδικού εμπορεύματος του οποίου μεταβληθηκε η σχετική αξία, τότε η πιθανότητα μετατρέπεται σε βεβαιότητα και μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η μεταβολή σημειώθηκε στο μοναδικό αυτό εμπόρευμα. Και τότε ανακαλύπτουμε, επίσης, την αιτία της μεταβολής του.
    Αν διαπιστώσω ότι μια ουγγιά χρυσού ανταλλάσσεται με λιγότερη ποσότητα από όλα τα εμπορεύματα που αναφέραμε πιο πάνω και πολλά άλλα, και αν, επιπλέον, διαπιστώσω ότι χάρη στην ανακάλυψη ενός νέου και περισσότερο αποδοτικού μεταλλείου, ή χάρη στη χρησιμοποίηση τελειότερων μηχανών, είναι δυνατόν να αποσπάται μια δεδομένη ποσότητα χρυσού με λιγότερη ποσότητα εργασίας, θα μπορώ δικαιολογημένα να ισχυριστώ ότι η αιτία της μεταβολής της αξίας του χρυσού σε σχέση με τα άλλα εμπορεύματα ήταν η μεγαλύτερη ευκολία με την οποία παράγεται τώρα ο χρυσός ή η μικρότερη ποσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Κατ’ ανάλογο τρόπο, αν η αξία της εργασίας έπεφτε σημαντικά σε σχέση με άλλα πράγματα, και αν διαπίστωνα ότι η πτώση της ήταν το αποτέλεσμα μιας άφθονης προσφοράς, που ενθαρρυνόταν από τη μεγάλη ευκολία με την οποία παράγονταν ο σίτος και τα άλλα αναγκαία μέσα συντήρησης του εργάτη, τότε πιστεύω ότι θα μπορούσα δικαιολογημένα να υποστηρίξω ότι η αξία του σίτου και των άλλων αναγκαίων μέσων συντήρησης του εργάτη έπεσε, επειδή τώρα χρειάζεται λιγότερη ποσότητα εργασίας για την παραγωγή τους, και ότι την ευκολία αυτή της προμήθειας των αναγκαίων μέσων συντήρησης του εργάτη ακολούθησε η πτώση της αξίας της εργασίας. Όχι, μας λένε ο άνταμ Σμιθ και ο Ρόμπερ Μάλθους. Στην περίπτωση του χρυσού θα μπορούσε κανείς δικαιολογημένα να θεωρήσει τη μεταβολή του ως μείωση της αξίας του, επειδή ο σίτος και η εργασία δεν θα είχαν τότε μεταβληθεί, και αφού ο χρυσός θα εξουσίαζε από τα εμπορεύματα αυτά, καθώς και από όλα τα άλλα, λιγότερη ποσότητα από πριν, θα ήταν ορθό να πει κανείς ότι όλα τα πράγματα παρέμειναν σταθερά και ότι μόνο ο χρυσός μεταβλήθηκε. Όταν, όμως, μειώνεται η αξία του σίτου και της εργασίας, παρ’ όλες τις διακυμάνσεις στις οποίες δεχόμαστε ότι υπόκεινται, δεν θα ήταν σωστό να διατυπώναμε έναν τέτοιο ισχυρισμό. Η σωστή διατύπωση θα ήταν να λέγαμε ότι η αξία του σίτου και της εργασίας έμεινε αμεταβλητη, ενώ αυξήθηκε η αξία όλων των άλλων πραγμάτων.
    Η ένστασή μου αφορά το συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης. Διαπιστώνω ότι, όπως ακριβώς στην περίπτωση του χρυσού, η αιτία μεταβολης της αξίας του σίτου σε σχέση με τα άλλα πράγματα είναι η μικρότερη ποσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Επομένως, είμαι υποχρεωμένος, για βάσιμους λόγους, να θεωρήσω ότι η μεταβολή της αξίας του σίτου και της εργασίας είναι μείωση της αξίας τους και όχι αύξηση της αξίας των άλλων πραγμάτων με τα οποία συγκρίνονται. Αν πρέπει να μισθώσω έναν εργάτη για μια βδομάδα και αν τον πληρώνω 8 αντί για 10 σελίνια, χωρίς να έχει σημειωθεί καμιά μεταβολή στην αξία του χρήματος, τότε είναι πιθανόν να μπορεί ο εργάτης να αγοράζει με τα 8 σελίνια του περισσότερα μέσα διατροφής και άλλα αναγκαία μέσα συντήρησης από ό,τι προηγουμένως. Αυτό, όμως, δεν πηγάζει, όπως ισχυρίζεται ο Άνταμ Σμιθ και, πιο πρόσφατα, ο Ρόμπερτ Μάλθους, από την άνοδο της πραγματικής αξίας του μισθού, αλλά από μια κάμψη της αξίας των άλλων πραγμάτων στα οποία δαπανάται ο μισθός - δηλαδή, πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Και όμως κατηγορήθηκα ότι χρησιμοποιώ ένα νέο και ασυνήθιστο τρόπο έκφρασης, που δεν συμβιβάζεται με τις αληθινές αρχές της επιστήμης, επειδή ονόμασα το φαινόμενο αυτό μείωση της πραγματικής αξίας του μισθού. Για μένα, βέβαια, ασυνήθιστος και πραγματικά ασυνεπής τρόπος έκφρασης είναι ο τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιούν οι αντιπάλοι μου.
    Ας υποθέσουμε ότι ένας εργάτης αμείβεται με ένα μπούσελ σίτου για εργασία μίας εβδομάδας, όταν η τιμή του σίτου είναι 80 σελίνια το τέταρτο του μπούσελ, και ο εργάτης αυτός αμείβεται με ένα μπούσελ και ένα τέταρτο όταν η τιμή του σίτου πέσει στα 40 σελίνια. Υποθέτουμε, ακόμη, ότι ο εργάτης καταναλώνει μισό μπούσελ σίτου την εβδομάδα με την οικογένειά του και αναταλλάσσει το υπόλοιπο με άλλα πράγματα,όπως καύσιμα, σαπούνι, κεριά, τσάι, ζάχαρη, αλάτι κλπ. Αν τα τρία τέταρτα του μπούσελ σίτου που του απομένουν, στη μια περίπτωση, δεν του επιτρέπουν να προμηθευτεί όση ποσότητα από τα πιο πάνω εμπορεύματα προμηθευόταν με το μισό μπούσελ σίτου στην άλλη περίπτωση, που δεν ισχύει τώρα, η αξία της εργασίας θα έχει αυξηθεί ή θα έχει μειωθεί; Υψώθηκε, πρέπει να αναφωνήσει ο Άνταμ Σμιθ, επειδή, κατ’ αυτόν, μέτρο της αξίας είναι ο σίτος, και ο εργάτης αμείβεται με περισσότερη ποσότητα σίτου για εργασία μίας εβδομάδας. Μειώθηκε, θα πρέπει να πει ξανά ο Άνταμ Σμιθ, “επειδή η αξία κάθε πράγματος εξαρτάται από την ικανότητα αγοράς άλλων αγαθών την οποια παρέχει η κατοχή του αντικειμένου αυτού” και η εργασία έχει τώρα μικρότερη αγοραστική δύναμη ως προς τα αγαθά που μνημονεύσαμε πιο πάνω.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

First National Bank of Montgomery vs Jerome Daly

Το κείμενο αυτό είναι μια συρραφή ορισμένων σχολίων που ανάρτησα στο ιστολόγιο του OSR, εδώ, και εδώ σε επαναδημοσίευση του OSR, με προσθήκη ορισμένων καινούριων σχολίων στο τέλος.


First National Bank of Montgomery vs Jerome Daly

Η υπόθεση, καλούμενη και ως Credit River case, είναι γνωστή σε όσους έχουν παρακολουθήσει το Zeitgeist Addendum, την δεύτερη ταινεία “Zeitgeist” του Peter Joseph που προβλήθηκε το 2008. Η ταινεία ολόκληρη υπάρχει εδώ, όπου  η αναφορά στην υπόθεση Credit River αρχίζει στο 00:19:25. Το απόσπασμα της ταινείας που αναφέρεται σ' αυτήν υπάρχει και στο Youtube.

Αν και η υπόθεση έχει κάποιο ενδιαφέρον, το Zeitgeist μας παραπλανεί, προβάλλοντας την με ένα τρόπο που την κάνει να φαίνεται σημαντικότερη από ότι είναι στην πραγματικότητα κι έτσι ώστε να εξυπηρετεί την προπαγάνδιση του μηνύματός του.

Κατ’ αρχήν να αναφέρουμε το ψέμα ότι ο Jerome Daly “τελικά κράτησε το σπίτι του”, ενώ στην πραγματικότητα ούτε για σπίτι επρόκειτω ούτε η υπόθεση επικράτησε στο ανώτατο δικαστήριο. Όμως η ατμόσφαιρα φορτίζεται πιο έντονα κι’ εμείς ταυτιζόμαστε περισσότερο με τον πρωταγωνιστή, αν νομίζουμε ότι είναι ένας καημένος που αγωνίστηκε ενάντια στο σύστημα, έπεισε το δικαστήριο και κατάφερε να σώσει το σπίτι του. Στην πραγματικότητα η υπόθεση είναι εντελώς ασήμαντη σαν δικαστικό προηγούμενο, και πάει κάπως έτσι:

Ο Jerome Daly, ένας δικηγόρος φανατικός με το Αμερικανικό σύνταγμα, συμμάχισε με ένα άλλο συμπατριώτη του, επίσης φανατικό, τον Martin Vincent Mahoney, μικροαγρότη και ξυλουργό στο επάγγελμα, ο οποίος όμως εκτελούσε και χρέη δικαστή για μικροϋποθέσεις σε μια επαρχιακή περιοχή που δεν καλυπτόταν από ένα πιο επίσημο δικαστήριο, για να δημιουργήσουν φασαρία σε σχέση με το γεγονός ότι το χρήμα που κυκλοφορεί στη χώρα έχει την μορφή χαρτονομισμάτων ή επιταγών αντί ασήμι και χρυσάφι όπως προνοεί το σύνταγμα. Μάλιστα ο Daly περιμένει ότι τα μιλίσια (πολιτοφυλακές) της περιοχής θα υπερασπιστούν την περιουσία του ένοπλα, ενώ ο Mahoney θεωρούσε ότι το ανώτατο δικαστήριο δεν είχε περισσότερη δικαιοδοσία από τον ίδιο. Τελικά η υπόθεση έπεσε και αργότερα, οταν το δίδυμο συνέχισε να κάνει φασαρία με αφορμή άλλες υποθέσεις, ο μεν Daly έχασε την άδεια να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα, ενώ ο Mahoney πιθανότατα θα καθερείτω αν δεν προλάβαινε να πεθάνει πριν βγει η σχετική απόφαση.

Ο Mahoney ήταν διορισμένος ως “justice of the peace”: πρόκειται για κατώτερου βαθμού δικαστές που εκλέγονται ή διορίζονται ούτως ώστε να “διατηρούν την ειρήνη” σε ορισμένες περιοχές, χωρίς να έχουν κατ΄ ανάγκη ιδιαίτερη μόρφωση και ανάλογο δίπλωμα (Wikipedia). Είναι δηλαδή μια λύση ανάγκης για περιοχές με αραιό πληθυσμό για τις οποίες δεν υπάρχει επίσημο δικαστήριο και μπορούν να εκδικάζουν μόνο μικροϋποθέσεις:

The 1967/1968 Minnesota Legislative Manual states:

"Justices of the peace are elected for two-year terms in townships and in cities and villages which do not have municipal courts. Justices of the peace have jurisdiction over actions arising within a county when the amount involved does not exceed $100 for civil cases, and when the punishment or fine does not exceed $100 or three months' imprisonment in criminal cases." (Lawlibrary)

Πρόκειται για ένα θεσμό η ιστορία του οποίου ξεκινά από την Αγγλία τον καιρό του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, ο οποίος όριζε ιππότες υπέυθυνους να “διατηρούν την ειρήνη” σε περιοχές που δεν ελέγχονταν από άλλες δυνάμεις του βασιλιά, ενώ  θεσμοθετήθηκε επίσημα το 1327 και αφορούσε “καλούς και νομοταγείς άνδρες”, οι οποίοι είχαν την περιορισμένη εξουσία να επιστούν την προσοχή στο νόμο σε άτομα που υπήρχαν λόγοι να πιστεύεται ότι επρόκειτω να προβούν σε πράξεις βίας ή άλλες άνομες ενέργειες. Δεν ήταν καν δικαστική εξουσία αφού δεν μπορούσαν να επιβάλουν ποινές (βλ. Wikipedia).

Με λίγα λόγια ο όρος δεν αναφέρεται σε ένα πραγματικό δικαστή, αλλά σε ένα άτομο που του αναλαμβάνει ορισμένες δικαστικές λειτουργίες:

“In some US states, the Justice of the Peace is a judge of a court of limited jurisdiction, a magistrate, or a quasi-judicial official with certain statutory or common law magisterial powers. The Justice of the Peace typically presides over a court that hears misdemeanor cases, traffic violations, and other petty criminal infractions. The Justice of the Peace may also have authority over cases involving small debts, landlord and tenant disputes, or other small claims court proceedings. Proceedings before Justices of the Peace are often faster and less formal than the proceedings in other courts. In some jurisdictions a party convicted or found liable before a Justice of the Peace may have the right to a trial de novo before the judge of a higher court rather than an appeal strictly considered”. (Wikipedia)

Ο Mahoney ήταν ξυλουργός και μικροκαλλιεργητής που εκτελούσε τέτοιες δικαστικές λειτουργείες: “... by Justice Martin V. Mahoney, who by occupation is a dirt farmer and a carpenter and who is not dependent upon the fraudulent Federal Reserve Mob for his sustenance...” (Lawlibrary)


dirt farmer (plural dirt farmers)
A  subsistence farmer; a farmer with no hired hands.
A farmer who is too poor to use, or unable to use, irrigation.
(Wiktionary)


Παρόλα αυτά, ο Daly θεωρεί ότι το δικαστήριο του Mahoney είναι η ανώτατη δικαστική εξουσία στην περιοχή, λέει ότι όλοι οι άλλοι δικαστές είναι πουλημένοι επειδή εξαρτώνται από το τραπεζικό σύστημα και πιστεύει ότι σε περίπτωση που οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένου του ανώτατου δικαστηρίου των ΗΠΑ παραβιάζοντας το σύνταγμα πάρει διαφορετική απόφαση, τότε αυτός θα απευθυνθεί στις τοπικές πολιτοφυλακές που θα σπεύσουν να του επιστρέψουν την περιουσία του - προφανώς με την δύναμη των όπλων. Και μάλιστα, φαίνεται να πιστεύει πως αυτό θα γίνει πράγματι και πως τα μιλίσια μπορούν να φροντίσουν να την διατηρήσει! Με λίγα λόγια, πρόκειται για ένα γραφικό τρελλάρα:

“In truth and in fact the Justice of the peace Court is the highest Court in the land as it is the closest to the People. Every Judge who is dependent upon this fraudulent Federal Reserve, National an State Banking System for his sole support is disqualified because of self interest and has no jurisdiction to sit in review of this Judgment. If any Appellate Court, including the Supreme Court of the United States, in the review of this Judgment, perpetrates a fraud upon the People by defying the Constitutional Law of the United States Mahoney has resolved that he will convene another Jury in Credit River Township to try the issue of the Fraud on the part of any State or Federal Judge, and in an action on my part to recover the possession if the Jury decides in my favor, the Constable and the Citizens Militia of Credit River Township will, pursuant to the law, deliver me back into possession. So you see this Justice of the Peace can keep the peace in Scott County, Minnesota, not with the help of these State and Federal Judges who have fled reality, but in spite of them. Thus Thomas Jefferson’ s prophesy with reference to Chattel Slavery once again rings true; “God’s Justice will not sleep for ever”. (Lawlibrary)


Φυσικά έχει δίκαιο σχετικά με το τι προβλέπει το σύνταγμα, και προφανώς έχει δίκαιο για το ότι οι δικαστές που είναι εξαρτημένοι από το σύστημα δεν θα μπορούσαν ποτέ να τον δικαιώσουν. Το θέμα είναι πως ζει σε ένα δικό του φανταστικό κόσμο. Την εποχή που οι ΗΠΑ έστελναν τον πρώτο άνθρωπο στο φεγγάρι, για να αποκαταστήσουν το χαμένο τους κύρος από το Σοβιετικό προβάδισμα στο διάστημα, ο Daly νόμιζε ότι στο Scott County της Minnesota θα ζούσε με βάση όσα υποσχέθηκαν οι πατέρες του έθνους δυο αιώνες προηγουμένως: να μην πληρώνει φόρους, να χρησιμοποιεί χρήματα από ασήμι και χρυσάφι και να υπερασπίζεται το σύνταγμα με τις πολιτοφυλακές.

The defendant, Jerome Daly, was a longtime tax protester. He was convicted of willfully failing to file federal income tax returns for the years 1967 and 1968. In rejecting his appeal, the United States Court of Appeals for the Eighth Circuit noted: "Defendant's fourth contention involves his seemingly incessant attack against the federal reserve and monetary system of the United States. His apparent thesis is that the only 'Legal Tender Dollars' are those which contain a mixture of gold and silver and that only those dollars may be constitutionally taxed. This contention is clearly frivolous." (Wikipedia)

Τα ίδια όμως ισχύουν για τον δικαστή Mahoney. Εδώ αρνείται να τηρήσει την διαδικασία έφεσης, αρνείται να δώσει τα πραχτικά της δίκης στο επαρχιακό δικαστήριο και αρνείται να δεχτεί τα χρήματα που το ίδιο το δικαστήριο απαίτησε διότι αυτά δεν ήταν από χρυσό και ασήμι αλλά χαρτονομίσματα που εξέδωσε η Federal Reserve Bank, που δεν έχουν καμία αξία σύμφωνα με το σύνταγμα. Φυσικά το δικαστήριο κάλεσε τον Mahoney να δώσει εξηγήσεις (Lawlibrary).  Μετά ο Mahoney εξηγεί στο δικαστήριο ότι δεν δέχτηκε να καταχωρήσει την αίτηση για έφεση επειδή τα $2 που την συνόδευαν δεν ήταν νόμιμα σύμφωνα με το σύνταγμα του κράτους (Lawlibrary).

Εντομεταξύ στην απόφασή του ο Mahoney δεν αναγνωρίζει την δικαιοδοσία οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου πάνω στο ζήτημα, εκτός από του δικού του:

“5. That any provision in the Minnessota Constitution and any Minnesota Statute limiting the Jurisdiction of this Court is repugnant to the Constitution of the United States and to the Bill of Rights of the Minnesta Constitution and is null and void and that this Court has Jurisdiction to render complete Justice in this Cause”.

και:

“Nothing in the Constitution of the United States limits the Jurisdiction of this Court, which is one of original Jurisdiction with right of trial by Jury guaranteed. This is a Common Law Action. Minnesota cannot limit or impair the power of this Court to render Complete Justice between the parties. Any provisions in the Constitution and laws of Minnesota which attempt to do so are repugnant to the Constitution of the United States and are void”. (Lawlibrary)


Όλα αυτά είναι κατανοητά ως μια προσπάθεια δύο ανθρώπων να δώσουν το μύνημά τους που έχει να κάνει με την παραβίαση του συντάγματος (και ειδικά o Mahoney φαίνεται πως δεν είχε τίποτα να χάσει ούτως η άλλως). Δεν λέω ότι Daly ή ο Mahoney κακώς έπραξαν, λέω όμως ότι δεν πρόκειται για την περίπτωση που ένας απλός πολίτης πείθει ένα ουδέτερο δικαστήριο ότι το σύστημα τον αδίκησε. Πρόκειται για δύο ιδεολόγους, ουσιαστικά δύο ακτιβιστές που προσπαθούν να περάσουν ένα μύνημα, και που ο ένας έτυχε να εκτελεί και ορισμένες λειτουργίες δικαστή, πράγμα που χρησιμοποίησε ως μέσο για να πετύχει τον σκοπό του. Πολλές τέτοιες υποθέσεις πήγαν στα δικαστήρια των ΗΠΑ, αλλά κανένα πρωτόδικο δικαστήριο δεν έβγαλε παρόμοια απόφαση.

Παρόλα αυτά το Zeitgeist κλείνει το ζήτημα επισημένοντας πόσο σημαντικές είναι οι συνέπειες αυτής της δίκης, η οποία υποτίθεται ότι έχει κερδηθεί. Αλλά τέτοιες συνέπειες δεν υπάρχουν, καθώς πρόκειται για μια δίκη ενός μικρής υπόστασης δικαστηρίου που έπεσε αμέσως μόλις το ζήτημα πέρασε στην επόμενη δικαστική βαθμίδα, και της οποίας επομένως η απόφαση δεν έχει καμιά νομική ισχύ.

Ο πυρήνας της υπόθεσης Credit River

Η ουσία της υπόθεσης μπορεί να αποδοθεί περιληπτικά στις ακόλουθες τρεις προτάσεις:

“Τα χρήματα ξεκινούν την ύπαρξή τους όταν τα δημιουργούν [οι τράπεζες] μέσα στα βιβλία τους με καταχωρήσεις αριθμών. Οι τράπεζες τα δημιουργούν από το μηδέν. Δεν αντιπροσωπεύουν μια ποσότητα χρυσού ή ασημιού ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο ή πηγή αξίας”.

Ελέυθερη απόδοση του αποσπάσματος:

“The first time that the money comes into existance is when they create it on their bank books by bookkeeping entry. The banks create it out of nothing. No substantial fund of gold or silver is back of it, or any fund at all”.

Το δικαστήριο θεωρεί ότι μόνο τα πραγματικά προϊόντα έχουν αξία, και όχι οι επιταγές και τα γραμμάτια - ακόμα και αν τα εκδίδει η κεντρική τράπεζα, όπως συμβαίνει με τα χαρτονομίσματα, και ότι μόνο ο χρυσός και το ασήμι μπορούν να χρησιμοποιούνται ως νόμισμα, διότι αυτό δηλώνεται ρητά στο σύνταγμα. Σε κάποιο σημείο επισηνάπεται μέρος του συντάγματος όπου βρίσκεται η συγκεκριμένη διάταξή:

“THE CONSTITUTION OF THE UNITED STATES

SECTION 10. No State shall enter into any Treaty, Alliance, or Confederation; grant Letters of Marque or Reprisal; coin Money; emit Bills of Credit; make any Thing but gold and silver Coin a Tender In Payment of Debts; pass any Bill of Attainder, ex post facto Law, or Law impairing the Obligation of Contracts, or grant any Title of Nobility”. (Lawlibrary)


Με αυτή την έννοια μόνο είναι που κάνει δηλώσεις όπως “The banks create it out of nothing” και “Only God can created something of value out of nothing”. Αυτές οι δηλώσεις αφορούν τόσο τις επιταγές των εμπορικών τραπεζών όσο και τα χαρτονομίσματα.

Για παράδειγμα το δικαστήριο αναφέρεται επανελημένα στην αξία των πιστωτικών σημειωμάτων που εκδίδει η κεντρική τράπεζα, συμπεριλαμβανομένων των χαρτονομισμάτων, που δεν ξεπερνούν το 1 σεντ, όσο αξίζει το χαρτί και το μελάνι που τα αποτελούν. Για το δικαστήριο τα γραμμάτεια δεν νοείται να έχουν άλλη αξία, αφού μάλιστα δεν αποτελούν τίτλους ιδιοκτησίας ποσοτήτων χρυσού και ασημιού:

“The Federal Reserve Bank of Minneapolis obtains Federal Reserve Notes in denominations of One ($1.00) Dollar, Five, Ten, Twenty, Fifty, One Hundred, Five Hundred, One Thousand, Ten Thousand, and One Hundred Thousand Dollars for the cost of the printing of each note, which is less than one cent”.

Πιο αναλυτικά το σκεπτικό του δικαστηρίου φαίνεται εδώ:

The Federal Reserve Notes in question in this case are unlawful and void upon the following grounds:
    A. Said Notes are fiat money, not redeemable in gold or silver coin upon their face, not backed by gold or silver, and the notes are in want of some real or substantial funk being provided for their payment in redemption. There is no mode provided for enforcing the payment of the same. There is no mode providing for the enforcement of the payment of the Notes in anything of value.
    B. The Notes are obviously not gold or silver coin.
    C. The sole consideration paid for the One Dollar Federal Reserve Notes is in the neighborhood of nine-tenths of one cent, and therefore, there is no lawful consideration behind said Notes.

Επειδή ο δημιουργός της ταινείας Zeitgeist δεν ήταν υπέρ της επιστροφής στα χρυσά νομίσματα, αφαίρεσε αυτό το κομμάτι από την παρουσίαση της υπόθεσης, που όμως αποτελεί την ουσία της. Συνδιάζοντας το αυτό με όσα μας είπε για το fractional reserve system, έφτιαξε μια παραπλανητική εκδοχή της ιστορίας.

Όλα τα αποσπάσματα είναι μέρη του εκτεταμένου αποσπάσματος που ακολουθεί, και εδώ η πηγή του.


FINDINGS OF FACT, CONCLUSIONS OF LAW, JUDGMENT AND DETERMINATION

1. That the Federal Reserve Banking Corporation is a United States Corporation with twelve (12) banks throughout the United States, including New York, Minneapolis and San Francisco. That the First National Bank of Montgomery is also a United States Corporation, incorporated and existing under the laws of the United States and is a member of the Federal Reserve System, an more specifically, of the Federal Reserve Bank of Minneapolis.

2. That because of the interlocking activities, transactions an practices, the Federal Reserve Banks and the National Banks are for all practical purposes, in the law, one and the same bank.

3. As is evidenced from the book “The Federal Reserve System; Its Purposes and Functions”, put out by the Board of Governors of the Federal Reserve System, Washington, D.C., 1963, and from other evidence adduced herein, the said Federal Reserve Banks and National Banks create money and credit upon their books and exercise the ultimate prerogative of expanding and reducing the supply of money or credit in the United States. To illustrate the admission of their activity, pages 74 through 78 are attached hereto as pages 21, 22 & 23.

    The creation of this money or credit constitutes the creation of fiat money upon the books of these banks.

When the Federal Reserve Banks and National Bands acquire United States Bonds and Securities, State Bods and Securities, State Subdivision Bonds and Securities, mortgages on private Real property and mortgages on private personas property, the said banks create the money and credit upon their books by bookkeeping entry. The first time that the money comes into existance is when they create it on their bank books by bookkeeping entry. The banks create it out of nothing. No substantial fund of gold or silver is back of it, or any fund at all.
    The mechanics followed in the acquisition of United States Bonds are as follows: The Federal Reserve Bank places its name on a United States Bond and goes to its banking books and credits the United States Government for an equal amount of the face value of the Bonds. The money or credit first comes into existance when they create it on the books of the bank.
    The Federal Reserve Bank of Minneapolis obtains Federal Reserve Notes in denominations of One ($1.00) Dollar, Five, Ten, Twenty, Fifty, One Hundred, Five Hundred, One Thousand, Ten Thousand, and One Hundred Thousand Dollars for the cost of the printing of each note, which is less than one cent. The Federal Reserve Bank must deposit  with the Treasurer of the United States a like amount of Bonds for the Notes it receives. The Bonds are without lawful consideration, as the Federal Reserve Bank created the money and credit upon the books by which they acquired the Bond.
    The net effect of the entire transaction is that the Federal Reserve Bank obtains Federal Reserve Notes comparable to the ones they placed on file with the Clerk of the District Court, and a specimen of which is above, for the cost of printing only. Title 31 U.S.C., Section 462/ (See page 41) attempts to make Federal Reserve Notes a legal tender for all debts, public and private. From 1913 down to date, the Federal Reserve Banks and the National Banks are privately owned. As of March 18, all gold backing is removed from the said Federal Reserve Notes. No gold or Silver backs up these notes.
    The Federal Reserve Notes in question in this case are unlawful and void upon the following grounds:
    A. Said Notes are fiat money, not redeemable in gold or silver coin upon their face, not backed by gold or silver, and the notes are in want of some real or substantial funk being provided for their payment in redemption. There is no mode provided for enforcing the payment of the same. There is no mode providing for the enforcement of the payment of the Notes in anything of value.
    B. The Notes are obviously not gold or silver coin.
    C. The sole consideration paid for the One Dollar Federal Reserve Notes is in the neighborhood of nine-tenths of one cent, and therefore, there is no lawful consideration behind said Notes.
    D. That said Federal Reserve Notes do not conform to Title 12, United States Code, Sections 411 and 418. Title 31 USC, Section 462, insofar as it attempts to make Federal Reserve Notes and circulating Notes of Federal Reserve Banks and National Baning Associations a legal tender for all debts, public and private, it is unconstitutional and void, being contrary to Article 1, Section 10, of the Constitution of the United States, which prohibits any State from making anything but gold or silver coin a tender, or impairing the obligation of contracts.
    IN CONCLUSION, it is therefore the further judgment and determination of this Court:

1. That the original Judgment entered herein on December 9, 1968 is in all respects confirmed.
2. That the Federal Reserve Notes on deposit with the Clerk of the Court are not lawful money of the United States; are in violation of the Constitution of the United States and are not for any purpose.
That M.S.A. 532.38 requiring $2.00 to be deposited with the Clerk of District Court within ten (10) days of the entry of Judgment was not complied with. That the conditions prerequisite to this Court allowing an appeal have not been complied with. That this Court’ s Notice of its Refusal to Allow Appeal dated January 6, 1969 is hereby made absolute.
That following memorandum is attached and made a part of this decision.

...  ...  ...

Κάποιες επιπλέον παρατηρήσεις

Είναι λογική η απαίτηση των Mahoney και Daly, να θέλουν ένα νόμισμα από χρυσάφι ή ασήμι;

Ότι αυτό αναφέρεται στο σύνταγμα των ΗΠΑ, τουλάχιστον στην αρχική του μορφή, αυτό είναι βέβαιο. Πολλές φορές όμως ένα σύνταγμα επιτρέπει την αναθεώρηση ορισμένων άρθρων του. Για παράδειγμα το Άρθρο 182 του συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας δηλώνει ότι είναι δυνατή η αλλαγή όλων των άρθρων εκτός από όσα αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ. Η αναθεώρηση απαιτεί πλειοφηφία τουλάχιστο των 2/3 των βουλευτών της κάθε κοινότητας. Αν συμβαίνει κάτι παρόμοιο με το σύνταγμα των ΗΠΑ δεν το γνωρίζω, ούτε αν έχουν αναθεωρηθεί οι διατάξεις που αφορούν τη μορφή του χρήματος. Όποιος γνωρίζει περισσότερα ας μας ενημερώσει. (Κυπριακό σύνταγμα)

Αν υποθέσουμε όμως ότι αυτές οι διατάξεις δεν αναθεωρήθηκαν ποτέ ή ότι δε δύναται να αναθεωρηθούν, υπάρχει ακόμα το ζήτημα της ανωτέρας βίας. Για να πάρουμε πάλι ως παράδειγμα την κύπρο, η εισβολή του 1974 κατέστησε αδύνατη την εφαρμογή ορισμένων άρθρων του συντάγματος, όπως το Άρθρο 46 που προνοεί ότι το υπουργικό συμβούλιο αποτελείται από 7 έλληνες υπουργούς και 3 τούρκους, ή το άρθρο 62 που προβλέπει ότι το 70% των βουλευτών εκλέγονται από την ελληνική κοινότητα και το 30% από την τουρκική. Παρόλο που οι πρόνοιες αυτές ανήκουν στα θεμελιώδη άρθρα που δεν είναι αποδεκτό να τροποποιηθούν, ωστόσο η πραγματικότητα τα ακυρώνει γιατί απλώς δεν είναι δυνατόν να πληρούνται.

Ομοίως, λόγοι “ανωτέρας βίας” καθιστούν αδύνατη την ικανοποίηση του μέρους του συντάγματος των ΗΠΑ που καθορίζει ότι τα νομίσματα πρέπει να είναι χρυσά ή ασημένια, τουλάχιστον για την περίπτωση του χρυσού. Απλούστατα επειδή δεν υπάρχει αρκετός χρυσός ώστε να ικανοποιηθούν οι συναλλαγματικές ανάγκες των πολιτών τους.

Σύμφωνα με υπολογισμούς της γεολογικής επισκόπησης των ΗΠΑ (U.S. Geological Survey) από την αυγή του πολιτισμού μέχρι το έτος 2000μ.Χ. έξουν εξορυχθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη 142 000 τόνοι χρυσού. Λαμβάνοντας υπόψιν τους 2600 τόνους που εξορύσσονται κάθε χρόνο από το 2001 μέχρι σήμερα, έχουμε γύρω στους 28600 επιπλέον τόνους, που μας δίνουν ένα σύνολο 145 000 τόνων. (Εδώ σελ. 8). Σήμερα η αξία του χρυσού ανέρχεται σε περίπου $1700 η ουγκιά ή γύρω στις $55300 το κιλό (Δεκέμβρης 2011).


Οπότε όλο το χρυσάφι που εξορύχθηκε σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα αξίζει σε σημερινές τιμές γύρω στα 8 τρισεκατομμύρια δολλάρια. Το σύνολο του χρηματικού αποθέματος των ΗΠΑ, δηλαδή το χρήμα που βρίσκεται σε κυκλοφορία σε διάφορες μορφές, μαζί με τις καταθέσεις (money supply, M2), κυμένεται ανάμεσα στα 8.5 και 9.5 τρις, με στοιχεία του Federal Reserve.


Επομένως, ακόμα και αν όλο το χρυσάφι του κόσμου χρησιμοποιείτω για να καλυφθούν οι συναλλαγματικές ανάγκες των ΗΠΑ, δεν θα έφτανε. Φυσικά στην πραγματικότητα ο διαθέσιμος χρυσός είναι πολύ λιγότερος. Το 90% του χρυσού παγκοσμίως χρησιμοποιείται για παραγωγή προϊόντων, όπως κοσμιμάτων (85%), ηλεκτρονικών κυκλωμάτων κ.α. Μόνο το 10% χρησιμοποιείται ως αποθεματικό ή για επενδύσεις. Και από αυτό το 10% οι ΗΠΑ κατέχουν μόνο ένα ποσοστό.

Βεβαίως υπάρχει και το ασήμι. Θεωρητικά οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να συμπληρώσουν την έλλειψη χρυσού με αποθέματα αργύρου για να μπορέσουν να τηρήσουν το σύνταγμα. Αν πράγματι κάτι τέτοιο είναι εφικτό και θεμιτό δεν μπορεί να απαντηθεί χωρίς περεταίρω έρευνα.